- ψυχοπροφύλαξη
- η, Νιατρ. ψυχολογική προετοιμασία που αποσκοπεί στην πρόληψη ανεπιθύμητων αντιδράσεων, ικανών να εμποδίσουν την καλή λειτουργία τού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psychoprophylaxis (< ψυχή + προφύλαξη)].
Dictionary of Greek. 2013.